καλλώπιστος

καλλώπιστος
καλλώπιστος, -ον (Α) [καλλωπίζω]
αυτός που έχει καλλωπιστεί, ο στολισμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλλωπιστεία — καλλωπιστεία, ἡ (Α) [καλλώπιστος] η ωραιότητα τού λογοτεχνικού ύφους …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκαλλώπιστος — ον, Μ χρυσοστόλιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + καλλωπίζω (πρβλ. ἀ καλλώπιστός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”